- κατέπιεν
- καταπίνωgulpaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανδοχείος — ον, Μ [πάνδοχος] 1. αυτός που δέχεται όλους («πῶς ἄφνω σὲ κατέπιεν ὁ πανδοχεῑος ᾅδης», Διγεν. Ακρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. πανδοχείο … Dictionary of Greek
Δαθάν — Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος από τη φυλή Ρουβήν, γιος του Ελιάβ. Ο Δ. και ο αδελφός του Αβειρών, υπό την αρχηγία του Λευίτη Κορέ, στασίασαν κατά του Μωυσή, όταν οι Ισραηλίτες επέστρεφαν στη Γη της Επαγγελίας (Αριθ. ΙΣΤ’). Και τα δύο αδέλφια… … Dictionary of Greek